ἐπιλαμβάνουσαν

ἐπιλαμβάνουσαν
ἐπιλαμβάνω
take
pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… …   Dictionary of Greek

  • προσεκβάλλω — Α [ἐκβάλλω] 1. εκδιώκω, απορρίπτω κάποιον ή κάτι επιπροσθέτως («καὶ ταῡτ ἔπραττε καὶ χρήματ ἀνήλισκε ἐπὶ τῷ μετ ἐκείνου κἀμὲ προσεκβαλεῑν ἀδίκως», Δημοσθ.) 2. εκτείνω, επιμηκύνω κάτι προς τα έξω επιπροσθέτως («ἐκ Θαψάκου προσεκβάλλων ἄλλην μέχρι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”